φτυαρίζω

φτυαρίζω
και πτυαρίζω Ν [φτυάρι / πτυάριον]
ανακατώνω ή μετατοπίζω με το φτυάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φτυαρίζω — φτυαρίζω, φτυάρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φτυαρίζω — φτυάρισα, φτυαρίστηκα, φτυαρισμένος, και φκιαρίζω φκιάρισα, φκιαρίστηκα, φκιαρισμένος, μαζεύω ή ανακατεύω ή μετατοπίζω με το φτυάρι σωρό από στερεά πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτυάρισμα — το, Ν [φτυαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτυαρίζω …   Dictionary of Greek

  • πτυαρίζω — Ν βλ. φτυαρίζω …   Dictionary of Greek

  • φκιαρίζω — βλ. φτυαρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”